βουμελία

βουμελία
βου-μελία, ,
A ash, Fraxinus excelsior, Thphr.HP3.11.4, 4.8.2 (v.l. [full] βουμέλιος, ).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βουμελία — βουμελία, η (Α) είδος μεγάλης μελίης, φλαμουριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + μελία «φλαμουριά» (πρβλ. βουκόρυζα, βούπαις κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • βουκόρυζα — βουκόρυζα, η (Α) ισχυρός ρινικός κατάρρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό < βους + κόρυζα «μύξα». Στη λ. βουκόρυζα το α συνθετικό βου έχει τη σημ. «μεγάλος» (πρβλ. βουμελία, βούπαις)] …   Dictionary of Greek

  • βούπαις — βούπαις, ο (Α) 1. μεγάλο παιδί, παληκαρόπουλο 2. γέννημα αγελάδας (για τις μέλισσες που προήλθαν από αγελάδα κατά τη μυθολογία). [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + παις (πρβλ. βουκόρυζα, βουμελία κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • βούπεινα — βούπεινα, η (Α) βουλιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βου επιτατικό (< βους) + πείνα (πρβλ. βούλιμος, βουμελία κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”